φαλάγγι(ον)

φαλάγγι(ον)
τό
1) зоол, фаланга; 2) тех каток, валик;

§ παίρνω φαλάγγι(ον) — обращать в беспорядочное бегство (врага)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φαλάγγι(ον)" в других словарях:

  • φαλάγγι — το 1. είδος δηλητηριώδους αράχνης, σφαλάγγι, ρωγαλίδα: Τον δάγκωσε φαλάγγι. 2. (ναυτ.), καθένα από τα δοκάρια που τοποθετούνται εγκάρσια στη σκάρα της ναυπηγικής κλίνης. 3. καθένα από τα στρογγυλά δοκάρια (από κορμούς δέντρων) που τοποθετούνται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλάγγι — το, Ν βλ. φαλάγγιο …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγι — φάλαγξ line of battle fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίτας — φαλαγγί̱τᾱς , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc acc pl φαλαγγί̱τᾱς , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγιτῶν — φαλαγγῑτῶν , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίταις — φαλαγγί̱ταις , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίτην — φαλαγγί̱την , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίτης — φαλαγγί̱της , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίτου — φαλαγγί̱του , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • ГОПЛИТЫ —    • Όπλι̃ται,          пешие воины с тяжелым вооружением в войсках греков; в героическое время они были лишь неважной дружиной какого нибудь знатного человека, правителя. После переселения дорян способ ведения войны изменился, так что Г. не… …   Реальный словарь классических древностей


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»